过滤 έννοια και προφορά

过滤
Απλοποιημένη λέξη
過濾
Παραδοσιακή λέξη

过滤 ελληνικός ορισμός

guò lv4

  • φίλτρο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (guò): πέρασμα
  • (lǜ): φίλτρο