滤
濾
滤 ελληνικός ορισμός
lǜ
- φίλτρο
lǜ
- φίλτρο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 滤, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 过滤 (guò lv4) : φίλτρο