还(副词) έννοια και προφορά

还(副词)
Απλοποιημένη λέξη
還(副詞)
Παραδοσιακή λέξη

还(副词) ελληνικός ορισμός

hái

  • επίσης (επίρρημα)

HSK level


Χαρακτήρες

  • (hái): επίσης