还(动词) έννοια και προφορά

还(动词)
Απλοποιημένη λέξη
還(動詞)
Παραδοσιακή λέξη

还(动词) ελληνικός ορισμός

huán

  • επιστροφή (ρήμα)

HSK level


Χαρακτήρες

  • (hái): επίσης