进行 έννοια και προφορά

进行
Απλοποιημένη λέξη
進行
Παραδοσιακή λέξη

进行 ελληνικός ορισμός

jìn xíng

  • ανεβαίνω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jìn): προκαταβολή
  • (xíng): σειρά

Παραδείγματα ποινών με 进行

  • 警察正在进行调查。
    Jǐngchá zhèngzài jìnxíng diàochá.
  • 比赛还在进行。
    Bǐsài hái zài jìnxíng.
  • 比赛进行得很顺利。
    Bǐsài jìnxíng dé hěn shùnlì.