进
進
进 ελληνικός ορισμός
jìn
- προκαταβολή
jìn
- προκαταβολή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 劲 : δύναμη
- 唫 : to stutter; to shut one's mouth; Taiwan pr. [yin2];
- 噤 : unable to speak; silent;
- 妗 : wife of mother's brother;
- 搢 : shake; stick into; strike;
- 晉 : Jin
- 晋 : τζιν
- 殣 : die of hunger;
- 浸 : βουτιά
- 溍 : water; name of a river;
- 濜 : river in Hubei province;
- 烬 : ashes; embers;
- 璡 : jade-like stone;
- 禁 : απαγόρευση
- 缙 : red silk;
- 肵 : table;
- 荩 : Arthraxon ciliare; loyal;
- 觐 : (history) to have an audience with the Emperor;
- 賮 : farewell presents;
- 赆 : farewell presents;
- 近 : κοντά
- 進 : Enter
- 靳 : martingale; stingy;
- 𠬶 : 𠬶
Παραδείγματα ποινών με 进
-
请开门,让我进去。
Qǐng kāimén, ràng wǒ jìnqù. -
我马上要进机场了。
Wǒ mǎshàng yào jìn jīchǎngle. -
妈妈把刚买的鱼放进了冰箱。
Māmā bǎ gāng mǎi de yú fàng jìnle bīngxiāng. -
我把钱存进了银行。
Wǒ bǎ qián cún jìnle yínháng. -
警察正在进行调查。
Jǐngchá zhèngzài jìnxíng diàochá.
Λέξεις που περιέχουν 进, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
-
进 (jìn): προκαταβολή
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 进行 (jìn xíng) : ανεβαίνω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 促进 (cù jìn) : προάγω
- 改进 (gǎi jìn) : βελτιώσει
- 进步 (jìn bù) : πρόοδος
- 进口 (jìn kǒu) : εισαγωγή
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 进而 (jìn ér) : και μετά
- 进攻 (jìn gōng) : επίθεση
- 进化 (jìn huà) : εξέλιξη
- 进展 (jìn zhǎn) : πρόοδος
- 上进 (shàng jìn ) : θέτω στην κίνησιν
- 先进 (xiān jìn) : προχωρημένος
- 循序渐进 (xún xù jiàn jìn) : βήμα βήμα