连锁 έννοια και προφορά

连锁
Απλοποιημένη λέξη
連鎖
Παραδοσιακή λέξη

连锁 ελληνικός ορισμός

lián suǒ

  • αλυσίδα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lián): ακόμη και
  • (suǒ): κλειδαριά