锁
鎖
锁 ελληνικός ορισμός
suǒ
- κλειδαριά
suǒ
- κλειδαριά
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 锁, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
锁 (suǒ): κλειδαριά
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 封锁 (fēng suǒ) : αποκλεισμός
- 连锁 (lián suǒ) : αλυσίδα