迫不及待 έννοια και προφορά

迫不及待
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

迫不及待 ελληνικός ορισμός

pò bù jí dài

  • δεν μπορώ να περιμένω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pò): δύναμη
  • (bù): μην
  • (jí): και
  • (dài): να είναι