迫
迫 ελληνικός ορισμός
pò
- δύναμη
pò
- δύναμη
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 迫, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 迫切 (pò qiè) : επείγων
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 逼迫 (bī pò) : δύναμη
- 紧迫 (jǐn pò) : επείγων
- 迫不及待 (pò bù jí dài) : δεν μπορώ να περιμένω
- 迫害 (pò hài) : καταδίωξη
- 强迫 (qiǎng pò) : δύναμη
- 压迫 (yā pò) : καταπίεση