退休 έννοια και προφορά

退休
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

退休 ελληνικός ορισμός

tuì xiū

  • συνταξιοδότηση

HSK level


Χαρακτήρες

  • 退 (tuì): υποχώρηση
  • (xiū): υπόλοιπο