退 έννοια και προφορά

退
Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

退 ελληνικός ορισμός

tuì

  • υποχώρηση

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to pluck poultry or depilate pigs using hot water;
  • : skin cast off during molting; exuvia; to pupate; to molt; to slough; to cast off an old skin or shell;
  • : to take off (clothes); to shed feathers; (of color) to fade; to discolor;
  • : approach at swift gallop (on horses);

Λέξεις που περιέχουν 退, ανά επίπεδο HSK