通用 έννοια και προφορά

通用
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

通用 ελληνικός ορισμός

tōng yòng

  • παγκόσμιος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tōng): διά μέσου
  • (yòng): χρήση