道德 έννοια και προφορά

道德
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

道德 ελληνικός ορισμός

dào dé

  • ηθικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dào): τάο
  • (dé): ηθική