道
道 ελληνικός ορισμός
dào
- τάο
dào
- τάο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 道
-
我知道他走得慢。
Wǒ zhīdào tā zǒu dé màn. -
我就知道他会来的。
Wǒ jiù zhīdào tā huì lái de. -
我知道小猫在哪儿,它在桌子下面。
Wǒ zhīdào xiǎo māo zài nǎ'er, tā zài zhuōzi xiàmiàn. -
我不知道他现在在哪里。
Wǒ bù zhīdào tā xiànzài zài nǎlǐ. -
这条街道很长,有四千多米。
Zhè tiáo jiēdào hěn zhǎng, yǒu sìqiān duō mǐ.
Λέξεις που περιέχουν 道, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 2
- 知道 (zhī dào) : ξέρω
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 街道 (jiē dào) : δρόμος
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 道歉 (dào qiàn) : απολογούμαι
- 难道 (nán dào) : είναι
- 味道 (wèi dào) : γεύση
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 报道 (bào dào) : κανω αναφορα
- 打交道 (dǎ jiāo dào) : ασχολούμαι με
- 道德 (dào dé) : ηθικός
- 道理 (dào lǐ) : λόγος
- 地道 (dì dao) : τυπικός
- 频道 (pín dào) : κανάλι
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 霸道 (bà dào) : καταθλιπτικός
- 赤道 (chì dào) : ισημερινού
- 东道主 (dōng dào zhǔ) : πλήθος
- 公道 (gōng dào) : δικαιοσύνη
- 轨道 (guǐ dào) : πίστα
- 渠道 (qú dào) : κανάλι
- 人道 (rén dào) : ανθρώπινος
- 任重道远 (rèn zhòng dào yuǎn) : πολύς δρόμος
- 隧道 (suì dào) : σήραγγα
- 微不足道 (wēi bù zú dào) : αμελητέος