部位 έννοια και προφορά

部位
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

部位 ελληνικός ορισμός

bù wèi

  • τοποθεσία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bù): μονάδα
  • (wèi): κομμάτι