部分 έννοια και προφορά

部分
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

部分 ελληνικός ορισμός

bù fen

  • ενότητα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bù): μονάδα
  • (fēn): λεπτό

Παραδείγματα ποινών με 部分

  • 文章最关键的部分是第三段。
    Wénzhāng zuì guānjiàn de bùfèn shì dì sān duàn.
  • 这本小说由四部分组成。
    Zhè běn xiǎoshuō yóu sì bùfèn zǔchéng.