配备 έννοια και προφορά

配备
Απλοποιημένη λέξη
配備
Παραδοσιακή λέξη

配备 ελληνικός ορισμός

pèi bèi

  • εξοπλισμένο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pèi): αγώνας
  • (bèi): προετοιμάζω