采取 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 采取 ελληνικός ορισμός cǎi qǔ παίρνω HSK level HSK 5 Χαρακτήρες 采 (cǎi): διαλέγω 取 (qǔ): παίρνω