重新 έννοια και προφορά

重新
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

重新 ελληνικός ορισμός

chóng xīn

  • σχετικά με

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhòng): βάρος
  • (xīn): νέος

Παραδείγματα ποινών με 重新

  • 他把事情重新说了一遍。
    Tā bǎ shìqíng chóngxīn shuōle yībiàn.