钥匙 έννοια και προφορά

钥匙
Απλοποιημένη λέξη
鑰匙
Παραδοσιακή λέξη

钥匙 ελληνικός ορισμός

yào shi

  • κλειδί

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yào): κλειδί
  • (shi): κλειδί, κουτάλι

Παραδείγματα ποινών με 钥匙

  • 我把钥匙掉在了地上。
    Wǒ bǎ yàoshi diào zàile dìshàng.
  • 我今天忘记带钥匙。
    Wǒ jīntiān wàngjì dài yàoshi.