铅笔 έννοια και προφορά

铅笔
Απλοποιημένη λέξη
鉛筆
Παραδοσιακή λέξη

铅笔 ελληνικός ορισμός

qiān bǐ

  • μολύβι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qiān): οδηγω
  • (bǐ): στυλό

Παραδείγματα ποινών με 铅笔

  • 你看见我的铅笔了吗?
    Nǐ kànjiàn wǒ de qiānbǐle ma?
  • 请安静桌子上的铅笔给我。
    Qǐng ānjìng zhuōzi shàng de qiānbǐ gěi wǒ.