镜子
鏡子
镜子 ελληνικός ορισμός
jìng zi
- καθρέφτης
jìng zi
- καθρέφτης
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 镜子
-
对不起,我把镜子打破了。
Duìbùqǐ, wǒ bǎ jìngzi dǎpòle. -
她照了一下镜子,发现自己头发很乱。
Tā zhàole yīxià jìngzi, fāxiàn zìjǐ tóufǎ hěn luàn.