长(动词)
Απλοποιημένη λέξη
長(動詞)
Παραδοσιακή λέξη
长(动词) ελληνικός ορισμός
zhǎng
- μακρύ (ρήμα)
zhǎng
- μακρύ (ρήμα)
HSK level
Χαρακτήρες
- 长 (cháng): μακρύς