长 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος χαρακτήρας
Παραδοσιακός χαρακτήρας

长 ελληνικός ορισμός

cháng

  • μακρύς

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : αποζημίωση
  • : 嫦
  • : γεύση
  • : συχνά
  • : περπατώ μπρος-πίσω
  • : εντερικός
  • : τσανγκ
  • : long' or 'to grow' radical in Chinese characters (Kangxi radical 168);
  • 鲿 : κούι

Παραδείγματα ποινών με 长

  • 考试的时间很长。
    Kǎoshì de shíjiān hěn zhǎng.
  • 姐姐的腿长,跑得快。
    Jiějiě de tuǐ zhǎng, pǎo dé kuài.
  • 请问,校长办公室怎么走?
    Qǐngwèn, xiàozhǎng bàngōngshì zěnme zǒu?
  • 姐姐的头发又黑又长。
    Jiějiě de tóufǎ yòu hēi yòu zhǎng.
  • 这条街道很长,有四千多米。
    Zhè tiáo jiēdào hěn zhǎng, yǒu sìqiān duō mǐ.

Λέξεις που περιέχουν 长, ανά επίπεδο HSK