长(形容词)
Απλοποιημένη λέξη
長(形容詞)
Παραδοσιακή λέξη
长(形容词) ελληνικός ορισμός
cháng
- μακρύ (επίθετο)
cháng
- μακρύ (επίθετο)
HSK level
Χαρακτήρες
- 长 (cháng): μακρύς