阻挠 έννοια και προφορά

阻挠
Απλοποιημένη λέξη
阻撓
Παραδοσιακή λέξη

阻挠 ελληνικός ορισμός

zǔ náo

  • κωλυσιεργώ

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zǔ): εμποδίζω
  • (náo): γρατσουνιά