阻
阻 ελληνικός ορισμός
zǔ
- εμποδίζω
zǔ
- εμποδίζω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 阻, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 阻止 (zǔ zhǐ) : αποτρέψει
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 阻碍 (zǔ ài) : εμποδίζω
- 阻拦 (zǔ lán) : να σταματήσει
- 阻挠 (zǔ náo) : κωλυσιεργώ