隧道 έννοια και προφορά

隧道
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

隧道 ελληνικός ορισμός

suì dào

  • σήραγγα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (suì): σήραγγα
  • (dào): τάο