难受
難受
难受 ελληνικός ορισμός
nán shòu
- αβολος
nán shòu
- αβολος
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 难受
-
我感冒了,身体很难受。
Wǒ gǎnmàole, shēntǐ hěn nánshòu.