难受 έννοια και προφορά

难受
Απλοποιημένη λέξη
難受
Παραδοσιακή λέξη

难受 ελληνικός ορισμός

nán shòu

  • αβολος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (nán): δύσκολος
  • (shòu): λαμβάνω

Παραδείγματα ποινών με 难受

  • 我感冒了,身体很难受。
    Wǒ gǎnmàole, shēntǐ hěn nánshòu.