雄厚 έννοια και προφορά

雄厚
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

雄厚 ελληνικός ορισμός

xióng hòu

  • ισχυρός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xióng): αρσενικός
  • (hòu): πυκνός