厚
厚 ελληνικός ορισμός
hòu
- πυκνός
hòu
- πυκνός
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 厚, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
-
厚 (hòu): πυκνός
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 得天独厚 (dé tiān dú hòu) : ευλογημένος
- 浓厚 (nóng hòu) : ισχυρός
- 深情厚谊 (shēn qíng hòu yì) : βαθιά φιλία
- 雄厚 (xióng hòu) : ισχυρός