霸道 έννοια και προφορά

霸道
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

霸道 ελληνικός ορισμός

bà dào

  • καταθλιπτικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bà): κατακυριεύω
  • (dào): τάο