顿时 έννοια και προφορά

顿时
Απλοποιημένη λέξη
頓時
Παραδοσιακή λέξη

顿时 ελληνικός ορισμός

dùn shí

  • ξαφνικά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dùn): παύση
  • (shí): χρόνος