领土 έννοια και προφορά

领土
Απλοποιημένη λέξη
領土
Παραδοσιακή λέξη

领土 ελληνικός ορισμός

lǐng tǔ

  • έδαφος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lǐng): περιλαίμιο
  • (tǔ): γη