领
領
领 ελληνικός ορισμός
lǐng
- περιλαίμιο
lǐng
- περιλαίμιο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 岭 : mountain range; mountain ridge;
Λέξεις που περιέχουν 领, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 本领 (běn lǐng) : ικανότητα
- 系领带 (jì lǐng dài) : φόρεσε γραβάτα
- 领导 (lǐng dǎo) : ηγετικες ικανοτητες
- 领域 (lǐng yù) : πεδίο
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 带领 (dài lǐng) : οδηγω
- 纲领 (gāng lǐng) : πρόγραμμα
- 领会 (lǐng huì) : καταλαβαίνουν
- 领事馆 (lǐng shì guǎn) : προξενείο
- 领土 (lǐng tǔ) : έδαφος
- 领悟 (lǐng wù) : κατανοώ
- 领先 (lǐng xiān) : οδηγω
- 领袖 (lǐng xiù) : ηγέτης
- 率领 (shuài lǐng) : οδηγω
- 占领 (zhàn lǐng) : κατειλημμένος