饱和 έννοια και προφορά

饱和
Απλοποιημένη λέξη
飽和
Παραδοσιακή λέξη

饱和 ελληνικός ορισμός

bǎo hé

  • κορεσμός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bǎo): γεμάτος
  • (hé): με