饱
飽
饱 ελληνικός ορισμός
bǎo
- γεμάτος
bǎo
- γεμάτος
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 饱
-
我已经吃饱了。
Wǒ yǐjīng chī bǎole.
Λέξεις που περιέχουν 饱, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
-
饱 (bǎo): γεμάτος
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 饱和 (bǎo hé) : κορεσμός
- 饱经沧桑 (bǎo jīng cāng sāng) : βάσεις