饼干
餅幹
饼干 ελληνικός ορισμός
bǐng gān
- μπισκότο
bǐng gān
- μπισκότο
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 饼干
-
我买了饼干,吃点儿吧。
Wǒ mǎile bǐnggān, chī diǎn er ba.