饼
餅
饼 ελληνικός ορισμός
bǐng
- κέικ
bǐng
- κέικ
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 饼
-
我买了饼干,吃点儿吧。
Wǒ mǎile bǐnggān, chī diǎn er ba.
Λέξεις που περιέχουν 饼, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 饼干 (bǐng gān) : μπισκότο