麻木 έννοια και προφορά

麻木
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

麻木 ελληνικός ορισμός

má mù

  • μούδιασμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (má): κάνναβις
  • (mù): ξύλο