木 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

木 ελληνικός ορισμός

  • ξύλο

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : 絭
  • : name of tribe; see 仫佬族[Mu4 lao3 zu2], Mulao ethnic group of Guangxi;
  • : canvass for contributions; to recruit; to collect; to raise;
  • : τάφος
  • : οθόνη
  • : θαυμάζω
  • : evening; sunset;
  • : ornaments on chariot-shaft;
  • : μου
  • : κτηνοτροφία
  • : είδος
  • : αρμονία
  • : solemn; reverent; calm; burial position in an ancestral tomb (old); old variant of 默;
  • : clover;
  • : molybdenum (chemistry);
  • : drizzle; fine rain;

Λέξεις που περιέχουν 木, ανά επίπεδο HSK