鼻子
鼻子 ελληνικός ορισμός
bí zi
- μύτη
bí zi
- μύτη
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 鼻子
-
姐姐的鼻子很高,很漂亮。
Jiějiě de bízi hěn gāo, hěn piàoliang.