丂 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

丂 ελληνικός ορισμός

kǎo

  • breath' or 'sigh' component in Chinese characters

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : to beat; to flog; to examine under torture;
  • : chinquapin (Castanopsis fargesii and other spp.), genus of evergreen trees;
  • : ψημένο
  • : dry;
  • : δοκιμή
  • : dried food;