烤
烤 ελληνικός ορισμός
kǎo
- ψημένο
kǎo
- ψημένο
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 烤, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 烤鸭 (kǎo yā) : ψητή πάπια