丸
丸 ελληνικός ορισμός
wán
- χάπι
wán
- χάπι
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 丸, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
-
丸 (wán): χάπι
-