丸 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

丸 ελληνικός ορισμός

wán

  • χάπι

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Λέξεις που περιέχουν 丸, ανά επίπεδο HSK