顽
頑
顽 ελληνικός ορισμός
wán
- πεισματάρης
wán
- πεισματάρης
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 顽, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 顽固 (wán gù) : πεισματάρης
- 顽强 (wán qiáng) : επίμονος