乨 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

乨 ελληνικός ορισμός

shǐ

  • archaic variant of 始[shi3]

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • 使 : φτιαχνω, κανω
  • : ιστορία
  • : αρχή
  • : 屚
  • : stool; feces; ear wax; nasal mucus;
  • : arrow; dart; straight; to vow; to swear; old variant of 屎[shi3];
  • : hog; swine;
  • : οδηγώ