使 έννοια και προφορά

使
Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

使 ελληνικός ορισμός

shǐ

  • φτιαχνω, κανω

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : archaic variant of 始[shi3];
  • : ιστορία
  • : αρχή
  • : 屚
  • : stool; feces; ear wax; nasal mucus;
  • : arrow; dart; straight; to vow; to swear; old variant of 屎[shi3];
  • : hog; swine;
  • : οδηγώ

Παραδείγματα ποινών με 使

  • 我明天要去大使馆办签证。
    Wǒ míngtiān yào qù dàshǐ guǎn bàn qiānzhèng.
  • 即使遇到了困难也不要放弃。
    Jíshǐ yù dàole kùnnán yě bùyào fàngqì.
  • 我需要到大使馆去办签证。
    Wǒ xūyào dào dàshǐ guǎn qù bàn qiānzhèng.
  • 他的话使我很感动。
    Tā dehuà shǐ wǒ hěn gǎndòng.
  • 中国人吃饭一般使用筷子。
    Zhōngguó rén chīfàn yībān shǐyòng kuàizi.

Λέξεις που περιέχουν 使, ανά επίπεδο HSK