偌 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

偌 ελληνικός ορισμός

ruò

  • so
  • such
  • to such a degree

Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : 𠱠
  • : αδύναμος
  • : (bamboo); skin of bamboo;
  • : cuticle of bamboo plant;
  • : αν
  • : young rush (Typha japonica), a kind of cattail; konnyaku (in Japanese cooking), solidified jelly made from the rhizome of devil's tongue;
  • : place name;
  • : siskin;